- σκοράρω
- buter
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σκοράρω — σκοράρω, σκόραρα και σκοράρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκοράρω — Ν [σκορ] σημειώνω βαθμούς, πόντους ή τέρματα σε αθλητική συνάντηση … Dictionary of Greek
σκοράρισμα — το, Ν [σκοράρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοράρω … Dictionary of Greek